- ἀργύφεος
- ἀργύφεοςsilver-shiningmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αργύφεος — ἀργύφεος, έη, εον (Α) αυτός που λάμπει σαν άργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράλληλος τ. του άργυφος*, σχηματισμένος αναλογικά προς τα επίθετα σε εος. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει κυρίως ενδύματα] … Dictionary of Greek
ἀργυφέων — ἀργύφεος silver shining fem gen pl ἀργύφεος silver shining masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργύφεον — ἀργύφεος silver shining masc acc sg ἀργύφεος silver shining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέαις — ἀργύφεος silver shining fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέη — ἀργύφεος silver shining fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέην — ἀργύφεος silver shining fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέης — ἀργύφεος silver shining fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέοιο — ἀργύφεος silver shining masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέοις — ἀργύφεος silver shining masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέοισι — ἀργύφεος silver shining masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)